- υπερβραχυκέφαλος
- -η, -οαυτός που έχει υπερβραχυκεφαλία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερβραχυκέφαλος — η, ο, Ν ανθρωπολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από βραχυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperbrachycephal (< υπερ * + βραχύς + κεφαλή). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Κλ. Στέφανο] … Dictionary of Greek